θυευτός

θυευτός
θυευτός, ὁ (Μ)
(αμφ. γρφ.) ποταμός που έχει σχηματιστεί από βροχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από αμάρτυρο *θυεύω, συγγ. προς το θύω (ΙΙ) «τρέχω με ορμή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”